- ακεσφόρος
- ἀκεσφόρος, -ον (Α)αυτός που φέρνει τη θεραπεία, ο θεραπευτής«τὸν μὲν θανάσιμον τὸν δ' ἀκεσφόρον νόσων» (Ευρ. Ίων 1005).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκος + -φόρος < φέρω.ΠΑΡ. αρχ. ἀκεσφορία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκεσφόρον — ἀκεσφόρος bringingcure masc/fem acc sg ἀκεσφόρος bringingcure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
ακεσφορία — ἀκεσφορία (και ίη) (Α) [ακεσφόρος] η θεραπεία, η σωτηρία … Dictionary of Greek